- διαπληκτίζεται
- διαπληκτίζομαιsparpres ind mp 3rd sgδιαπληκτίζομαιsparpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλήκτης — ὁ, Α [πλήσσω] 1. αυτός που τού αρέσει να διαπληκτίζεται, ο καβγατζής («μὴ πάροινον, μὴ πλήκτην, μὴ αἰσχροκερδή», ΚΔ) 2. (για τον δυνατό ήλιο) εκείνος που χτυπάει στο κεφάλι, που ενοχλεί με τις ακτίνες του («τὸν ἥλιον ὀξὐν ὄντα καὶ πλήκτην», Πλούτ … Dictionary of Greek